Τελευταίος Σταθμός , Γεώργιος Σεφέρης


Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρνει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στην μνήμη,
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγιάς, αργά στην χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτές βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν στο τραπέζι,
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιάς φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι και αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες που δεν βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη
τη Συρία,
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού' σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι' έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ΄ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του. 
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά' λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες τους πολέμους,
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο,
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. 
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ' άγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τα' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.  
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς. 
Ίσως και να' θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν
οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες,
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας,
κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες : ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας, " Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε..."
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.  

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.  
 
-----------------------------------------------
 
 
Ο  Γιώργος Σεφέρης είναι ένας  διαχρονικός , αγαπημένος και φυσικά
 από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη

 

Κέικ με ταχίνι!







Υλικά

200 γραμμ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
150 γραμμ. αλεύρι μαλακό
4 κ.γ. μπέικιν πάουντερ
120 ml ταχίνι
120 ml ελαιόλαδο
300 γραμμ. ζάχαρη κρυσταλλική
250 ml χυμό πορτοκάλι
50 ml κονιάκ
1 κ.γ. κανέλα
1 κούπα καρύδια και αμύγδαλα, χοντροκοπανισμένα




Ετοιμασία

Προθερμάνουμε το φούρνο στους 180ο C.


Κοσκινίζουμε το αλεύρι με το μπέικιν πάουντερ.
Σε ένα μπολ χτυπάμε καλά με το μίξερ το ταχίνι και το ελαιόλαδο με
τη ζάχαρη, μέχρι να λιώσει η ζάχαρη.


Συνεχίζουμε το χτύπημα και προσθέτουμε σιγά σιγά το χυμό πορτοκαλιού,
 το κονιάκ και την κανέλα.
Σχηματίζουμε έναν κρατήρα στο κέντρο του αλευριού και προσθέτουμε
το υγρό μίγμα στο αλεύρι.
Ανακατεύουμε τους ξηρούς καρπούς ίσα να ενσωματωθούν.
Δεν θέλει πολύ ανακάτεμα, γιατί το κέικ δεν θα γίνει αφράτο.
Λαδώνουμε και αλευρώνουμε καλά τη φόρμα του κεικ και γεμίζουμε με το μίγμα μας.
Ψήνουμε για 35-40 λεπτά στους 170-180 βαθμούς.
Παλιότερα έχω αναρτήσει την ιδια συνταγή  που είχα φτιάξει σε ατομικά φορμάκια Μοναστηριακό muffin !